- σαλευτός
- -ή, -όν, Α [σαλεύω]αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλευτά — σαλευτός tottering neut nom/voc/acc pl σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc/acc dual σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτόν — σαλευτός tottering masc acc sg σαλευτός tottering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτούς — σαλευτός tottering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαλεύτως — Α επίρρ. (σχετικά με την καρδιά) με πολλούς παλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαλευτός + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek